Παρασκευή 20 Μαΐου 2011

"Τα φέγινα πουλιά" Θεόδωρος Γιαννακός

Πριν λίγο καιρό συνάντησα σε μία εκδήλωση έναν πρώην πολιτικό. Κατά την συζήτησή μας του ανέφερα ότι είμαι Σαρακατσάνος. Σαρακατσάνος? ρώτησε και συνέχισε:
Ο παππούς σου τι δουλειά έκανε? Κτηνοτρόφος νομάς απήντησα.
Ο πατέρας σου τι δουλειά κάνει? Αγρότης απήντησα.
Εσύ? Είμαι σε υπηρεσία.
Αυτό θαυμάζω σε εσάς τους Σαρακατσάνους! Μέσα σε λίγα χρόνια τεράστια αλλάγή στον τρόπο ζωής σας! Από τους νομάδες και τις μετακινήσεις στη σταθερή κατοικία! Από την κτηνοτροφία στις υπηρεσίες! Συνταρακτική αλλαγή μέσα σε λίγα χρόνια!

Αυτό ακριβώς περιγράφει ο Θόδωρος Γιαννακός στο νέο του βιβλίο "Τα φέγινα πουλιά". Το τέλος του νομαδισμού και το ρίζωμα σε μόνιμες κατοικίες. Πάντα όμως, κάθε Σαρακατσάνος που βγαίνει στα ψηλώματα και θυμάται ή προσπαθεί να φτιάξει εικόνες από αυτά που του έχουν διηγηθεί οι παππούδες του, η καρδούλ' τ φλιτράει!

Θερμά συγχαρητήρια στον κ. Γιαννακό για το βιβλίο του. Επίσης μπράβο και στον Σύλλογο Σαρακατσαναίων Κιλκίς για την πρωτοβουλία του να εκδώσει το βιβλίο.

Το βιβλίο είναι γραμμένο στη Σαρακατσάνικη λαλιά. Για όσους δεν γνωρίζουν όλες τις λέξεις μπορείτε να προμηθευτείτε το βιβλίο "Σαρακατσάνικη Λαλιά" του ίδιου συγγραφέα από το Σύλλογο Σαρακατσαναίων Κιλκίς.

Παρακάτω παραθέτουμε ένα απόσπασμα από το βιβλίο τη στιγμή που ο μικρός Σαρακατσάνος έρχεται σε επαφή για πρώτη φορά με το σχολείο:

....Είχι διαβεί πουλύς κιρός απού τότις απ'τα παιδιά τ'ς στάνη είχαμαν αφήκει του Ζαγόρι. Στου Ζαγόρι είχαμαν αφήκει, ιξόν απ'τα β'νά, κι ουλ'νούς τ'ς καλουκιρ'νοί μας φίλοι, του Νίκου, του Γιώργου,ν' Έφη, του Στέφου, του Νάσιου, τουν Κώτσιου, του Φώκου, τουν Τσίρη κι τ'αλλα πιδιά. Αντάμα μ'αυτίνα τα χουργιατόπ'λα έκαναμαν "γκούντουλου''  στου λάκκου τ'Πασιά, ανέβιναμαν στου "γκρίτσανου" στ'Παπαλιουντλαρη, έπιζαμαν "μπάτις" στ'Γιάννη κι έστ'ναμαν "τα κιραμίδια" στ' απ'κάτ' του μ'σουχώρι. 'Ια τ'ς ανάγκις τ'σκουλειού τα παιδιά απ'τ' στάνη του καλουκαίρι κάθουμασταν κάποιου γκιρό στου χουργιό. Είχαν πιάσει οι θ'κοι μας ιάνα παλιό ζαγουρίσιου σπίτι, κι μας τήραϊ πότις η μάννα κι πότις η θεια-Κίτινα.
Ου Χαμένους είχι μ'σιάσει. Έπριπι να ματαπάμι στου σκουλειό. Ου πατέρας ήθιλι να μάθουμι νια κλίτσα γράμματα, όπους έλιι. Ήξιρι ότι τα γράμματα μιτράν. Αυτίνους είχι μάθι λίγα γραμματάκια στου πουδάρι. Τα'χει μάθει ου μπάρμπας τ'ου Βαγγιλάκους κουντά στα πρότα κι απάν' στ' φτσιέλα. Στ' μίνα μιργιά απ'τ' φτσιέλα τ' χαράκιαζι 'ν αλφαβήτα κι σ'ν άλλη τα ρκάμια.
..........................................................
Ικείνη τ'χρουνιά θα πάηναμαν τέσσιρα απ'τα ουχτώ αδέρφια στου σκουλειό. Ου Πρόκους στ'Τιτάρτη, η Θόδου σ'ν Έκτη, ιγώ στ' Διφτέρα κι ου Βουλής σ'μ Πρώτη.
Τ' Διφτέρα 'ν αυγή τα πιδιά ήμασταν συνταμένα 'ια τ'στράτα. Σι ψίχα, ήρθαν στου κουνάκι μας -απ'του κουνάκιμας ξικίναγαμαν- κι τ'άλλα πιδιά απ'τ στάνη: η Γαρέφου, η Χαρένια, η Ξένη ου Άνθ'ς, ου Τείδας, ου Αγγιλής κι ου Τσιούρους. Τσιούρου παραγκώμιαζαμαν τουν Πούλιου 'ιατί είχι κούτσ'κα αφτιά. Ου Πούλιους κι ου Πρόκους ήταν σ'νουμόλ'κοι. 'Ια τσάντις είχαμαν κάτι χειρουφκιασμένα μαλλίσια σακ'λάκια, κιντ'μένα μι τριγουνάκια, τιτράγουνάκια κι διάφουρα άλλα τέτοια σκέδια. Ου σταυρός δεν ελ'πι απού καένα σακ'λάκι. Μέσα στου σακούλι είχαμαν τ΄σ φ'λλάδις, του πινάκι κι του κουντύλι.
-Θόδου, του νου'σ στου Βουλή κι απουγάλια, τ'είνι κούτσ'κου του πιδί κι ανήξιρου απού στράτα. Άιστι, στου καλό τώρα! είπι η μάννα. Του μπ'λούκι έκαμι του γκατήφορου. Η μάννα ένιουσι ιάνα κούπουμα σ'γ καρδιά τ'ς, κάτους μας έγλιπι να σκαπιτάμι στου διάσ'λου τ΄ς καρδιά. Του μυαλό τ'ς θα νάταν σ'κουμένου ούλη τ'μέρα. Η στράτα ήταν, όχι μαναχά αλαργ'νή, αλλά είχε ρέματα, λόγγια κι σάρις.
...............................................................
-Καλημέρα, κύριι, είπαμαν ούλα αντάμα
-Καλώς τα, καλώς τα, καλωσορίσατε απ'τα ψηλά βουνά, είπι ου δάσκαλους κι μας έκανε χειρουδουσιά. Αργήσατε λιγάκι εφέτος κι ανυσηχήσαμε. Πως ήταν το ταξίδι σας?
-Όπως κάθε χρονιά, κύριι, απουκρίθ'κι η Γαρέφου, που'ταν η τρανύτιρη απ' ουλ'νούς μας.
-Βλέπω, παιδιά, ότι η συντροφιά σας μεγάλωσε εφέτος. Πως σε λένε εσένα λεβέντη μου? είπι ου δάσκαλος τηρώντα του Βουλή.
Ου Βουλής ζάρωσι, έσκυψι του κιφάλι κι δεν έκρινι ντίπου.
-Βουλή, κύριε είπε η Γαφέφου.
-Καλά, καλά. Καθίστε τώρα στα θρανία, όπως ξέρετε.
Ου δάσκαλους πήρι του Βουλή απ'του χέρι κι τουν έβαλι παρέια μι δυό άλλα χουργιατάκια, του Νικόλα κι του Σιούλη.
................................................................
Ου δάσκαλους άκουπα έλλι τα καλύτιρα λόια 'ια τιμάς στα γουν'κά μας.
-Να τα στείλετε τα παιδιά στο γυμνάσιο. Τα παίρνουν τα γράμματα' μην τα σκλαβώνετε με τα πρόβατα.
Ου δάσκαλους αρχίν'σι του μάθημα απ' 'μΠρώτη τάξη. Διάβασαν ούλα τα πιδιά, μι 'ν αράδα, κ ' ήρθι κ' η σιρά τ' Βουλή.
-Για πες μου, Βουλή, πως το λένε αυτό που βλέπεις εδώ στην εικόνα, του'πι ου δάσκαλους, θέλουντα να ιδεί τι ξέρει ου Βουλής.
-...Ντ...ντ....ντ'γάνι, κύριι.
-Τηγάνι, καλύτερα, Βουλή. Για ξαναπές το.
-....Ντ'γάνι.
-Τη-γά-νι, Βουλή.
-...Ντ'γάνι, κύριι, σου΄πα' έτσι του λέει κ' η βαβούλα μ'.
-Η γιαγιά σου, Βουλή μου, ας το λέει όπως θέλει. Εμείς εδώ θα το λέμε τηγάνι, του΄πι ου δάσκαλους κι τ'χάιδιψι 'γ κούτρα.........


Ο Θόδωρος Γιαννακός γεννήθηκε στον Ανθρακίτη Ιωαννίνων. Είναι εκπαιδευτικός και εργάζεται στο Κιλκίς. Το 1994 εξέδωσε το βιβλίο «Σαρακατσιάνικη λαλιά». Η «Σαρακατσιάνικη λαλιά» του 2009 είναι, σημαντικά εμπλουτισμένη, επανέκδοση του πρώτου βιβλί­ου.
Πληροφορίες για τη διάθεση του βιβλίου στα τηλέφωνα: 2341027453 - 6979316841


Πηγή φωτογραφιών και των πληροφοριών για τον κ. Γιαννακό: http://www.sarakatsianoi.blogspot.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια: